ἀνοσιουργήματα

ἀνοσιουργήματα
ἀνοσιούργημα
impious act
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανοσιούργημα — το, ατος πράξη ασεβής, ιδιαίτερα εγκληματική: Η πυρπόληση ναών και ο φόνος ιερέων δεν είναι πια εγκλήματα, αλλά ανοσιουργήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”